ὤλισθον

ὤλισθον
ὀλισθάνω
slip
aor ind act 3rd pl
ὀλισθάνω
slip
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • след — род. п. а, укр. слiд, блр. след, др. русск., ст. слав. слѣдъ ἴχνος (Супр.), болг. следа, сербохорв. сли̏jед, род. п. сли̏jеда, словен. slẹ̑d, род. п. slẹ̑da, slẹdȗ, чеш., слвц. sled, польск. slad, в. луж., н. луж. slěd. Праслав. *slědъ… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ολίσθανος — ὀλισθανος, ον (Α) (αμφβλ. τον.) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα ανος. Αμφίβολη είναι η θέση τού τόνου τής λ., αν και οι τ. με επίθημα ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ τής θέσης τού τόνου στη… …   Dictionary of Greek

  • ολισθήεις — ὀλισθήεις, εσσα, εν (Α) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + κατάλ. ήεις (πρβλ. κομ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • (s)leidh- —     (s)leidh     English meaning: slippery, to slide     Deutsche Übersetzung: ‘schlũpfrig, gleiten”     Note: extension from lei 3, slei above S. 662 f.     Material: O.Ind. srédhati “gleitet ab, geht fehl, errs “; Gk. ὀλισθάνω, Aor. ὤλισθον… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”